ολόκεντρος

ολόκεντρος
(I)
ολόκεντρος, -ον (Α)
καλυμμένος με αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλος + -κεντρος (< κέντρον), πρβλ. μακρό-κεντρος].
————————
(II)
ο
ζωολ. γένος βερικόμορφων οστεοϊχθύων τής οικογένειας ολοκεντρίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολοκεντρίδες — (Holocentridae). Οικογένεια ακανθοπτερύγιων τελεόστεων ψαριών μέτριου μεγέθους, που ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες της Γης. Περιλαμβάνει το γένος ολόκεντρος, αντιπροσωπευτικό είδος του οποίου είναι ο ολόκεντρος ο ερυθρός, που απαντά άφθονος… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”